Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλλόθροος
ἀλλοινία
ἀλλοιόμορος
ἀλλοιόμορφος
ἀλλοιοπροσωπέω
ἀλλοῖος
ἀλλοιόστροφος
ἀλλοιοσχήμων
ἀλλοιότης
ἀλλοιοτροπέω
ἀλλοιότροπος
ἀλλοιοφανής
ἀλλοιόχροος
ἀλλοιόω
ἀλλοιώδης
ἀλλοίωμα
ἀλλοιωπός
ἀλλοίωσις
ἀλλοιωτικός
ἀλλοιωτός
ἀλλοκοτία
View word page
ἀλλοιότροπος
ἀλλοιό-τροπος, prob. l. for ἀλλότροπος, Linusap. Stob. 1.10.5 ;
A). gloss on αἰλότροπος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλλοιότροπος
Headword (normalized):
ἀλλοιότροπος
Headword (normalized/stripped):
αλλοιοτροπος
IDX:
4467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4468
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλλοιό-τροπος</span>, prob. l. for <span class="foreign greek">ἀλλότροπος</span>, Linusap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.10.5 </span> ; <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">αἰλότροπος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}