Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπαθέω
εὐπαθής
εὐπαθητικός
εὐπάθητος
εὐπαιδευσία
εὐπαίδευτος
εὐπαιδία
εὔπαις
εὔπακτος
εὐπάλαιστος
εὐπάλαιστρος
εὐπάλαμος
εὐπαλής
εὐπάξ
εὐπαράγωγος
εὐπαράδεκτος
εὐπαραίτητος
εὐπαράκλητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόλουθος
εὐπαρακόμιστος
View word page
εὐπάλαιστρος
εὐπάλαιστρος [πᾰ],,
A). skilful in contest, metaph., τὸ κατὰ τὰς εἰρωνείας εὐ. Longin. 34.2 .


ShortDef

skilful in contest

Debugging

Headword:
εὐπάλαιστρος
Headword (normalized):
εὐπάλαιστρος
Headword (normalized/stripped):
ευπαλαιστρος
IDX:
44668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44669
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπάλαιστρος</span> [<span class="foreign greek">πᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">skilful in contest</span>, metaph., <span class="foreign greek">τὸ κατὰ τὰς εἰρωνείας εὐ</span>. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 34.2 </span>.</div> </div><br><br>'}