Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐόρκωτος
εὐόρμητος
εὔορμος
εὐορνιθία
εὔορνις
εὐόροφος
εὐόρπηξ
εὐοσμέω
εὐοσμία
εὔοσμος
εὐοσφραντικωτάτη
εὐόσφρητος
εὐόφθαλμος
εὔοφρυς
εὐοχέω
εὐοχθέω
εὔοχθος
εὔοχος
εὐοψέω
εὐοψία1
εὐοψία2
View word page
εὐοσφραντικωτάτη
εὐοσφρ-αντικωτάτη,
A). gloss on εὐρινοτάτη , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐοσφραντικωτάτη
Headword (normalized):
εὐοσφραντικωτάτη
Headword (normalized/stripped):
ευοσφραντικωτατη
IDX:
44643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44644
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐοσφρ-αντικωτάτη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">εὐρινοτάτη</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}