Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔομφος
εὐόνειρος
εὐόνυξ
εὐοπλέω
εὐοπλία
εὔοπλος
εὔοπτος
εὐόρατος
εὐοργησία
εὐόργητος
εὐοργία
εὔοργος
εὐόρεκτος
εὐόριστος
εὐορκέω
εὐορκησία
εὐορκία
εὔορκος
εὐόρκωμα
εὐόρκωτος
εὐόρμητος
View word page
εὐοργία
εὐοργ-ία· ἀπιστία (sic), Hsch. (cf. εὐεργία).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐοργία
Headword (normalized):
εὐοργία
Headword (normalized/stripped):
ευοργια
IDX:
44624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐοργ-ία·</span> <span class="foreign greek">ἀπιστία</span> (sic), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">εὐεργία</span>).</div><br><br>'}