Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλλοδοξέω
ἀλλοδοξία
ἀλλόδοξος
ἀλλοεθνής
ἀλλοεθνία
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοινία
ἀλλοιόμορος
ἀλλοιόμορφος
ἀλλοιοπροσωπέω
ἀλλοῖος
ἀλλοιόστροφος
ἀλλοιοσχήμων
ἀλλοιότης
ἀλλοιοτροπέω
ἀλλοιότροπος
ἀλλοιοφανής
ἀλλοιόχροος
View word page
ἀλλοιόμορος
ἀλλοιό-μορος, ον,
A). unforlunate, PMag.Par. 1.1409 .


ShortDef

unfortunate

Debugging

Headword:
ἀλλοιόμορος
Headword (normalized):
ἀλλοιόμορος
Headword (normalized/stripped):
αλλοιομορος
IDX:
4459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4460
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλλοιό-μορος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unforlunate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.1409 </span>.</div> </div><br><br>'}