Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐξυλοεργός
εὔξυλος
εὐξύμβλητος
εὔξυστος
εὐογκία
εὔογκος
εὐοδέω
εὐοδία
εὐοδιάζω
εὐόδιος
εὐοδμία
εὔοδος
εὐοδόω
εὐόδωσις
εὐοῖ
εὐοίκητος
εὐοικονόμητος
εὔοικος
εὔοικτος
εὐοινέω
εὐοινία
View word page
εὐοδμία
εὐοδμία, εὔοδμος,
A). v. εὐοσμία, εὔοσμος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐοδμία
Headword (normalized):
εὐοδμία
Headword (normalized/stripped):
ευοδμια
IDX:
44588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44589
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐοδμία</span>, <span class="orth greek">εὔοδμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εὐοσμία, εὔοσμος</span> .</div> </div><br><br>'}