Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔξαντος
εὔξενος
εὔξεστος
εὐξήραντος
εὐξόανος
εὔξοος
εὐξυλεία
εὐξυλῆ
εὐξυλοεργός
εὔξυλος
εὐξύμβλητος
εὔξυστος
εὐογκία
εὔογκος
εὐοδέω
εὐοδία
εὐοδιάζω
εὐόδιος
εὐοδμία
εὔοδος
εὐοδόω
View word page
εὐξύμβλητος
εὐξύμβλητος, εὐξύμβολος, εὐξυνεσία, εὐξύνετος, Att. for εὐς-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐξύμβλητος
Headword (normalized):
εὐξύμβλητος
Headword (normalized/stripped):
ευξυμβλητος
IDX:
44580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44581
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐξύμβλητος</span>, <span class="orth greek">εὐξύμβολος</span>, <span class="orth greek">εὐξυνεσία</span>, <span class="orth greek">εὐξύνετος</span>, Att. for <span class="foreign greek">εὐς</span>-.</div><br><br>'}