Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔνησος
εὐνητήρ
εὐνήτης
εὐνήτωρ
εὔνια
εὐνίκητος
εὖνις
εὖνις
ἐΰννητος
εὐνοέω
εὐνόημα
εὐνόησις
εὐνοητικός
εὐνόητος
εὐνόθευτος
εὔνοιᾰ
εὐνοΐζομαι
εὐνοϊκός
εὔνοιος
εὐνομέομαι
εὐνόμημα
View word page
εὐνόημα
εὐνό-ημα,
A). f.l. for εὐνόμημα (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐνόημα
Headword (normalized):
εὐνόημα
Headword (normalized/stripped):
ευνοημα
IDX:
44543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44544
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐνό-ημα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">εὐνόμημα</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}