Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐμετάβολος
εὐμετάγνωτος
εὐμετάγωγος
εὐμετάδοτος
εὐμετάθετος
εὐμετακίνητος
εὐμετακόμιστος
εὐμετακύλιστος
εὐμετανόητος
εὐμετάπειστος
εὐμεταποίητος
εὐμετάπτωτος
εὐμετάρρευστος
εὐμετάστατος
εὐμετάτρεπτος
εὐμετάφορος
εὐμεταχείριστος
εὐμετρία
εὔμετρος
εὐμήκης
εὔμηλος
View word page
εὐμεταποίητος
εὐμετα-ποίητος, ον,
A). easily altered, ὑπὸ φύσιος καὶ ὑπὸ τύχης Hp. Decent. 13 .


ShortDef

easily altered

Debugging

Headword:
εὐμεταποίητος
Headword (normalized):
εὐμεταποίητος
Headword (normalized/stripped):
ευμεταποιητος
IDX:
44468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐμετα-ποίητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easily altered</span>, <span class="quote greek">ὑπὸ φύσιος καὶ ὑπὸ τύχης</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg050:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg050:13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Decent.</span> 13 </a> .</div> </div><br><br>'}