Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐμεταβλησία
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάγνωτος
εὐμετάγωγος
εὐμετάδοτος
εὐμετάθετος
εὐμετακίνητος
εὐμετακόμιστος
εὐμετακύλιστος
εὐμετανόητος
εὐμετάπειστος
εὐμεταποίητος
εὐμετάπτωτος
εὐμετάρρευστος
εὐμετάστατος
εὐμετάτρεπτος
εὐμετάφορος
εὐμεταχείριστος
εὐμετρία
εὔμετρος
View word page
εὐμετανόητος
εὐμετα-νόητος, ον,
A). inconstant, fickle, Vett. Val. 11.17 ,al.


ShortDef

inconstant, fickle

Debugging

Headword:
εὐμετανόητος
Headword (normalized):
εὐμετανόητος
Headword (normalized/stripped):
ευμετανοητος
IDX:
44466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐμετα-νόητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inconstant, fickle</span>, Vett. Val.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg001:11:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg001:11.17/canonical-url/"> 11.17 </a>,al.</div> </div><br><br>'}