Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐμενία
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμενικός
Εὐμενισταί
εὐμερδής
εὐμέριστος
εὐμεταβλησία
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάγνωτος
εὐμετάγωγος
εὐμετάδοτος
εὐμετάθετος
εὐμετακίνητος
εὐμετακόμιστος
εὐμετακύλιστος
εὐμετανόητος
εὐμετάπειστος
εὐμεταποίητος
εὐμετάπτωτος
View word page
εὐμετάγνωτος
εὐμετά-γνωτος, ον,
A). fickle, Vett. Val. 304.28 (nisi leg.-γνωστος).


ShortDef

fickle

Debugging

Headword:
εὐμετάγνωτος
Headword (normalized):
εὐμετάγνωτος
Headword (normalized/stripped):
ευμεταγνωτος
IDX:
44459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44460
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐμετά-γνωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fickle</span>, Vett. Val.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1322.tlg001:304:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1322.tlg001:304.28/canonical-url/"> 304.28 </a> (nisi leg.-<span class="itype greek">γνωστος</span>).</div> </div><br><br>'}