Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Εὐμένειος
Εὐμένειος
εὐμενέτης
εὐμενέω
εὐμενής
εὐμενία
Εὐμενίδες
εὐμενίζομαι
εὐμενικός
Εὐμενισταί
εὐμερδής
εὐμέριστος
εὐμεταβλησία
εὐμετάβλητος
εὐμετάβολος
εὐμετάγνωτος
εὐμετάγωγος
εὐμετάδοτος
εὐμετάθετος
εὐμετακίνητος
εὐμετακόμιστος
View word page
εὐμερδής
εὐμερδής· εὔρωστος, Hsch.; cf. εὐσμερδής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐμερδής
Headword (normalized):
εὐμερδής
Headword (normalized/stripped):
ευμερδης
IDX:
44454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44455
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐμερδής·</span> <span class="foreign greek">εὔρωστος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">εὐσμερδής</span>.</div><br><br>'}