Εὐμεν-ίδες (sc.
θεαί),
αἱ, strictly
A). the gracious goddesses, euphem. of
the Ἐρινύες or Furies, name of play by
A.;
ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας, ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσθαι τὸν ἱκέτην S. OC 486 ;
ὀνομάζειν γὰρ αἰδοῦμαι θεὰς Εὐμενίδας E. Or. 38 ; distd. from the
σεμναὶ θεαί by
Philem. 217 .