Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐμάραντος
εὐμάρεια
εὐμαρέω
εὐμαρής
εὐμαρίη
εὔμαρις
εὐμαρότης
εὐμάχανος
εὐμαχος
εὐμεγέθης
εὐμέζεος
εὐμεθόδευτος
εὐμέθοδος
εὐμέθυστος
εὐμειδής
εὐμείλικτος
εὐμέλαθρος
εὐμέλανος
εὐμέλεια
εὐμελής
εὐμελιτέω
View word page
εὐμέζεος
εὐμέζεος (-μάξεως cod.): εὐφυὴς (ἐφυεὶς cod.) τοῖς αἰδοίοις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐμέζεος
Headword (normalized):
εὐμέζεος
Headword (normalized/stripped):
ευμεζεος
IDX:
44432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44433
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐμέζεος</span> (<span class="foreign greek">-μάξεως</span> cod.): <span class="foreign greek">εὐφυὴς </span>(<span class="foreign greek">ἐφυεὶς</span> cod.) <span class="foreign greek">τοῖς αἰδοίοις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}