Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔμαλλος
εὔμαλος
εὐμάραθος
εὐμάραντος
εὐμάρεια
εὐμαρέω
εὐμαρής
εὐμαρίη
εὔμαρις
εὐμαρότης
εὐμάχανος
εὐμαχος
εὐμεγέθης
εὐμέζεος
εὐμεθόδευτος
εὐμέθοδος
εὐμέθυστος
εὐμειδής
εὐμείλικτος
εὐμέλαθρος
εὐμέλανος
View word page
εὐμάχανος
εὐμάχᾰνος [μᾱ],, Dor. for εὐμήχανος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐμάχανος
Headword (normalized):
εὐμάχανος
Headword (normalized/stripped):
ευμαχανος
IDX:
44429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44430
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐμάχᾰνος</span> [<span class="foreign greek">μᾱ],</span>, Dor. for <span class="foreign greek">εὐμήχανος</span>.</div><br><br>'}