Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐμαθία
εὐμάκης
εὐμάλακτος
εὔμαλλος
εὔμαλος
εὐμάραθος
εὐμάραντος
εὐμάρεια
εὐμαρέω
εὐμαρής
εὐμαρίη
εὔμαρις
εὐμαρότης
εὐμάχανος
εὐμαχος
εὐμεγέθης
εὐμέζεος
εὐμεθόδευτος
εὐμέθοδος
εὐμέθυστος
εὐμειδής
View word page
εὐμαρίη
εὐμαρ-ίη, ,
A). v. εὐμάρεια .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐμαρίη
Headword (normalized):
εὐμαρίη
Headword (normalized/stripped):
ευμαριη
IDX:
44426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44427
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐμαρ-ίη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εὐμάρεια</span> .</div> </div><br><br>'}