Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔλεκτρος
εὔλεξις
εὐλέπιστος
εὐλεχής
εὐλή
εὔληκτος
εὐληματέω
εὐληνής
εὔληπτος
εὔληρα
εὔλητο
εὐλίβανος
εὔλιθος
εὐλίμενος
εὐλιμενότης
εὔλιμνος
εὔλινος
εὐλιπής
εὐλιτάνευτος
εὐλογέω
εὐλογητός
View word page
εὔλητο
εὔλητο· ἐπέφυρτο, ἐτετάρακτο, Hsch. (Perh. for ἐόλητο.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔλητο
Headword (normalized):
εὔλητο
Headword (normalized/stripped):
ευλητο
IDX:
44377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔλητο·</span> <span class="foreign greek">ἐπέφυρτο, ἐτετάρακτο</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Perh. for <span class="foreign greek">ἐόλητο</span>.)</div><br><br>'}