Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὔκωπος
εὐλάβεια
εὐλαβέομαι
εὐλαβής
εὐλαβητέον
εὐλαβητέος
εὐλαβητικός
εὐλαβίη
εὐλάζω
εὐλᾶϊγξ
εὐλάκα
εὐλαξεῖν
εὔλαλος
εὐλαμπής
εὐλάχανος
εὐλείαντος
εὐλείωτος
εὔλειμος
εὐλείμων
εὔλεκτρος
εὔλεξις
View word page
εὐλάκα
εὐλάκα
,
ἡ
, Dor. word,
ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ
ShortDef
a ploughshare
Debugging
Headword:
εὐλάκα
Headword (normalized):
εὐλάκα
Headword (normalized/stripped):
ευλακα
IDX:
44358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44359
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐλάκα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Dor. word, <span class="foreign greek">ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ</span> </div><br><br>'}