εὐκτός
εὐκτός, ή, όν,(εὔχομαι)
A). wished for, desired, ὄφρ’ ἔτι μᾶλλον Τρωσὶ μὲν εὐκτὰ γένηται that what they wish for may happen, ; 14.98 τὰ δ’ εὐκτὰ παρὰ θεῶν ἠτησάμην Fr. 843 .
2). to be wished for, εὐκτὸν ἀνθρώποισι Ion 642 , cf. , 12.243 Georg. 82 ; εὐ. ὁ τῶ βατράχω βίος ; 10.52 εὐκτότατος γάμος : 383 εὐκτόν ἐστι c.inf., Heracl. 458 , Mem. 1.5.5 .
II). vowed, dedicated, ἴουλος AP 10.19 ( ).