Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκρινέω
εὐκρινής
εὐκρίνητος
εὔκριτος
ἐϋκρόκαλος
εὐκρόταλος
εὐκρότητος
εὔκροτος
εὔκρυπτος
εὐκρυφής
εὐκτάζομαι
εὐκταῖος
εὐκτέανος
εὐκτέανος
εὐκτέον
εὐκτήδων
εὐκτημοσύνη
ἐϋκτήμων
εὐκτήριος
εὔκτητος
εὐκτικός
View word page
εὐκτάζομαι
εὐκτάζομαι, Frequentat. of εὔχομαι, Hsch., Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐκτάζομαι
Headword (normalized):
εὐκτάζομαι
Headword (normalized/stripped):
ευκταζομαι
IDX:
44325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44326
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκτάζομαι</span>, Frequentat. of <span class="foreign greek">εὔχομαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}