εὐκράς
εὐκράς (A), ᾶτος, ὁ, ἡ,
A). = εὔκρατος , temperate, of even temperature, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Criti. 112d ; of climate, HP 7.1.4 : metaph., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς ἐγένεθ' Fr. 504 ; ἡδονή ib. 197 .
3). of persons, mixing readily with, οὐ πολλοῖς εὐ. AP 12.105 ( ).( εὔκρας Fr. 197 , )