Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἐϋκνήμις
εὔκνημος
εὔκνιστος
εὐκοίλιος
εὐκοινόμητις
εὐκοινωνησία
εὐκοινώνητος
εὐκολία
εὐκολίδες
Εὐκολίνη
εὐκόλλητος
εὔκολλος
εὔκολος
εὔκολπος
εὐκόλυμβος
εὐκόμης
εὐκομιδής
εὐκόμιστος
εὔκομος
εὔκομπος
εὔκονος
View word page
εὐκόλλητος
εὐκόλλ-ητος, ον,
A). well soldered, POxy. 1449.24 (iii A. D.).


ShortDef

well soldered

Debugging

Headword:
εὐκόλλητος
Headword (normalized):
εὐκόλλητος
Headword (normalized/stripped):
ευκολλητος
IDX:
44271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44272
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκόλλ-ητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">well soldered,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1449.24 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}