Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔκμητος
ἐϋκνήμις
εὔκνημος
εὔκνιστος
εὐκοίλιος
εὐκοινόμητις
εὐκοινωνησία
εὐκοινώνητος
εὐκολία
εὐκολίδες
Εὐκολίνη
εὐκόλλητος
εὔκολλος
εὔκολος
εὔκολπος
εὐκόλυμβος
εὐκόμης
εὐκομιδής
εὐκόμιστος
εὔκομος
εὔκομπος
View word page
Εὐκολίνη
Εὐκολίνη, , epith. of Hecate, Call. Fr. 17 P.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Εὐκολίνη
Headword (normalized):
εὐκολίνη
Headword (normalized/stripped):
ευκολινη
IDX:
44270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44271
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Εὐκολίνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, epith. of Hecate, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0533.tlg001:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0533.tlg001:17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Call.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 17 </a> P.</div><br><br>'}