Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐΰκλωστος
εὔκμητος
ἐϋκνήμις
εὔκνημος
εὔκνιστος
εὐκοίλιος
εὐκοινόμητις
εὐκοινωνησία
εὐκοινώνητος
εὐκολία
εὐκολίδες
Εὐκολίνη
εὐκόλλητος
εὔκολλος
εὔκολος
εὔκολπος
εὐκόλυμβος
εὐκόμης
εὐκομιδής
εὐκόμιστος
εὔκομος
View word page
εὐκολίδες
εὐκολίδες·
[
εὖ] τῆς εὐκολίας ποιητικαί
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐκολίδες
Headword (normalized):
εὐκολίδες
Headword (normalized/stripped):
ευκολιδες
IDX:
44269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44270
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκολίδες·</span> [<span class="foreign greek">εὖ] τῆς εὐκολίας ποιητικαί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}