Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκατηγόρητος
εὐκατοίκητος
εὐκάτοπτος
εὐκατόρθωτος
εὔκαυστος
εὐκάτκαυτος
εὐκέαστος
εὐκέατος
εὐκέλαδος
εὔκεντρος
εὐκένωτος
εὐκεράϊστος
εὐκέραος
εὐκερασία
εὐκέραστος
ἐϋκερδής
εὐκερματέω
εὔκερως
εὐκέφαλος
εὐκηλήτειρα
εὐκηλία
View word page
εὐκένωτος
εὐκένωτος, ον,
A). easily evacuated, Gal. 10.626 .


ShortDef

easily evacuated

Debugging

Headword:
εὐκένωτος
Headword (normalized):
εὐκένωτος
Headword (normalized/stripped):
ευκενωτος
IDX:
44226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44227
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκένωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easily evacuated</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.626 </span>.</div> </div><br><br>'}