Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκατάστατος
εὐκατάστροφος
εὐκατάσχετος
εὐκατάτακτος
εὐκατατρόχαστος
εὐκαταφερής
εὐκατάφθορος
εὐκαταφορία
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
εὐκαταφρόντιστος
εὐκατάψευστος
εὐκατέργαστος
εὐκατηγόρητος
εὐκατοίκητος
εὐκάτοπτος
εὐκατόρθωτος
εὔκαυστος
εὐκάτκαυτος
εὐκέαστος
εὐκέατος
View word page
εὐκαταφρόντιστος
εὐκατα-φρόντιστος, ον,
A). well considered, dub. l. in Ph. 1.664 .


ShortDef

well considered

Debugging

Headword:
εὐκαταφρόντιστος
Headword (normalized):
εὐκαταφρόντιστος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταφροντιστος
IDX:
44213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44214
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκατα-φρόντιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">well considered</span>, dub. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:664" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.664/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.664 </a>.</div> </div><br><br>'}