Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
εὐκατάστατος
εὐκατάστροφος
εὐκατάσχετος
εὐκατάτακτος
εὐκατατρόχαστος
εὐκαταφερής
εὐκατάφθορος
εὐκαταφορία
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
εὐκαταφρόντιστος
εὐκατάψευστος
εὐκατέργαστος
εὐκατηγόρητος
εὐκατοίκητος
εὐκάτοπτος
εὐκατόρθωτος
View word page
εὐκατάφθορος
εὐκατά-φθορος,
A). corruptibilis, Gloss.


ShortDef

corruptibilis

Debugging

Headword:
εὐκατάφθορος
Headword (normalized):
εὐκατάφθορος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταφθορος
IDX:
44209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44210
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκατά-φθορος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">corruptibilis,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}