Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκατάπρηστος
εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
εὐκατάστατος
εὐκατάστροφος
εὐκατάσχετος
εὐκατάτακτος
εὐκατατρόχαστος
εὐκαταφερής
εὐκατάφθορος
εὐκαταφορία
εὐκατάφορος
εὐκαταφρόνητος
εὐκαταφρόντιστος
εὐκατάψευστος
εὐκατέργαστος
εὐκατηγόρητος
εὐκατοίκητος
εὐκάτοπτος
View word page
εὐκαταφερής
εὐκατα-φερής, ές,
A). = εὐκατάφορος , Id. s.v. ὑγρός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐκαταφερής
Headword (normalized):
εὐκαταφερής
Headword (normalized/stripped):
ευκαταφερης
IDX:
44208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκατα-φερής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εὐκατάφορος</span> , Id. s.v. <span class="ref greek">ὑγρός</span> .</div> </div><br><br>'}