Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
εὐκατάπρηστος
εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
εὐκατάστατος
εὐκατάστροφος
εὐκατάσχετος
εὐκατάτακτος
εὐκατατρόχαστος
εὐκαταφερής
εὐκατάφθορος
εὐκαταφορία
View word page
εὐκατάσειστος
εὐκατά-σειστος, ον,
A). easily shaken or thrown down, Eust. 969.61 .


ShortDef

easily shaken

Debugging

Headword:
εὐκατάσειστος
Headword (normalized):
εὐκατάσειστος
Headword (normalized/stripped):
ευκατασειστος
IDX:
44200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44201
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκατά-σειστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easily shaken</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">thrown down</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:969:61" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:969.61/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 969.61 </a>.</div> </div><br><br>'}