Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
εὐκατάπρηστος
εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
εὐκατάστατος
εὐκατάστροφος
εὐκατάσχετος
εὐκατάτακτος
εὐκατατρόχαστος
View word page
εὐκαταπράϋντος
εὐκατα-πράϋντος [πρᾱ],,
A). placable, Gloss.


ShortDef

placable

Debugging

Headword:
εὐκαταπράϋντος
Headword (normalized):
εὐκαταπράϋντος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταπραυντος
IDX:
44197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44198
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκατα-πράϋντος</span> [<span class="foreign greek">πρᾱ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">placable,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}