Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
εὐκατάπρακτος
εὐκαταπράϋντος
εὐκατάπρηστος
εὐκαταρίθμητος
εὐκατάσειστος
εὐκατάσκεπτος
εὐκατασκεύαστος
εὐκατάστατος
εὐκατάστροφος
εὐκατάσχετος
εὐκατάτακτος
View word page
εὐκατάπρακτος
εὐκατά-πρακτος, ον,
A). easily accomplished, Poll. 9.161 .


ShortDef

easily accomplished

Debugging

Headword:
εὐκατάπρακτος
Headword (normalized):
εὐκατάπρακτος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταπρακτος
IDX:
44196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44197
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκατά-πρακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easily accomplished</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9:161" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:9.161/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 9.161 </a>.</div> </div><br><br>'}