Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκατάβλητος
εὐκαταρέλαστος
εὐκατάγνωστος
εὐκατάγωγος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατάκαυστος
εὐκατάκλαστος
εὐκατακόμιστος
εὐκατακράτητος
εὐκάτακτος
εὐκατάληκτος
εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
εὐκατάπαυστος
εὐκατάπληκτος
εὐκατάποτος
View word page
εὐκατάληκτος
εὐκατά-ληκτος, ον,
A). with a good termination, Eust. 1613.33 .


ShortDef

with a good termination

Debugging

Headword:
εὐκατάληκτος
Headword (normalized):
εὐκατάληκτος
Headword (normalized/stripped):
ευκαταληκτος
IDX:
44185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκατά-ληκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a good termination</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1613:33" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1613.33/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1613.33 </a>.</div> </div><br><br>'}