Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκαρπία
εὔκαρπος
εὐκάρφωτος
εὐκατάβλητος
εὐκαταρέλαστος
εὐκατάγνωστος
εὐκατάγωγος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατάκαυστος
εὐκατάκλαστος
εὐκατακόμιστος
εὐκατακράτητος
εὐκάτακτος
εὐκατάληκτος
εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
εὐκαταπάλαιστος
View word page
εὐκατακόμιστος
εὐκατα-κόμιστος, ον,
A). easy to be transported, ὕλη Str. 12.3.12 .


ShortDef

easy to be transported

Debugging

Headword:
εὐκατακόμιστος
Headword (normalized):
εὐκατακόμιστος
Headword (normalized/stripped):
ευκατακομιστος
IDX:
44182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44183
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκατα-κόμιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easy to be transported</span>, <span class="quote greek">ὕλη</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:12:3:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:12:3:12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 12.3.12 </a> .</div> </div><br><br>'}