Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκάρπησις
εὐκαρπία
εὔκαρπος
εὐκάρφωτος
εὐκατάβλητος
εὐκαταρέλαστος
εὐκατάγνωστος
εὐκατάγωγος
εὐκαταγώνιστος
εὐκατάκαυστος
εὐκατάκλαστος
εὐκατακόμιστος
εὐκατακράτητος
εὐκάτακτος
εὐκατάληκτος
εὐκατάληπτος
εὐκατάλλακτος
εὐκατάλυτος
εὐκαταμάθητος
εὐκατάμικτος
εὐκατανόητος
View word page
εὐκατάκλαστος
εὐκατά-κλαστος, ον,
A). gloss on εὐκέατος , Sch. Od. 5.60 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐκατάκλαστος
Headword (normalized):
εὐκατάκλαστος
Headword (normalized/stripped):
ευκατακλαστος
IDX:
44181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44182
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκατά-κλαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">εὐκέατος</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:5:60" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:5.60/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 5.60 </a>.</div> </div><br><br>'}