Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκάκωτος
εὐκαλλώπιστος
εὔκαλος
εὐκάματος
εὐκαμία
εὐκάμπεια
εὐκαμπής
εὔκαμπος
εὔκαμπτος
εὐκαμψία
εὐκαπής
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
εὐκαρπέω
εὐκάρπησις
εὐκαρπία
εὔκαρπος
εὐκάρφωτος
εὐκατάβλητος
εὐκαταρέλαστος
εὐκατάγνωστος
View word page
εὐκαπής
εὐκᾰπής,
A). v. εὐκαμπής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐκαπής
Headword (normalized):
εὐκαπής
Headword (normalized/stripped):
ευκαπης
IDX:
44167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44168
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκᾰπής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εὐκαμπής</span> .</div> </div><br><br>'}