Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκάθεδρος
εὐκάθεκτος
εὐκαθοσίωτος
εὐκαιρέω
εὐκαιρή
εὐκαίρημα
εὐκαιρία
εὔκαιρος
εὐκάκωτος
εὐκαλλώπιστος
εὔκαλος
εὐκάματος
εὐκαμία
εὐκάμπεια
εὐκαμπής
εὔκαμπος
εὔκαμπτος
εὐκαμψία
εὐκαπής
εὐκάρδιος
εὐκάρπεια
View word page
εὔκαλος
εὔκᾱλος, εὐκᾱλία, Dor. for εὔκηλ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔκαλος
Headword (normalized):
εὔκαλος
Headword (normalized/stripped):
ευκαλος
IDX:
44159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44160
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔκᾱλος</span>, <span class="orth greek">εὐκᾱλία</span>, Dor. for <span class="foreign greek">εὔκηλ</span>-.</div><br><br>'}