Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐκαθαίρετος
εὐκάθεδρος
εὐκάθεκτος
εὐκαθοσίωτος
εὐκαιρέω
εὐκαιρή
εὐκαίρημα
εὐκαιρία
εὔκαιρος
εὐκάκωτος
εὐκαλλώπιστος
εὔκαλος
εὐκάματος
εὐκαμία
εὐκάμπεια
εὐκαμπής
εὔκαμπος
εὔκαμπτος
εὐκαμψία
εὐκαπής
εὐκάρδιος
View word page
εὐκαλλώπιστος
εὐκαλλώπιστος, ον,
A). beautifully adorned, Hsch. s.v. κοσμιωτάτη , Phot. s.v. κεκομψευμένος .


ShortDef

beautifully adorned

Debugging

Headword:
εὐκαλλώπιστος
Headword (normalized):
εὐκαλλώπιστος
Headword (normalized/stripped):
ευκαλλωπιστος
IDX:
44158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44159
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐκαλλώπιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">beautifully adorned</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">κοσμιωτάτη</span> , Phot. s.v. <span class="ref greek">κεκομψευμένος</span> .</div> </div><br><br>'}