Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐθυντέον
εὐθυντήρ
εὐθυντηριαῖος
εὐθυντήριος
εὐθυντής
εὐθυντικός
εὐθυντός
εὐθύνω
εὐθυονειρία
εὐθυόνειρος
εὐθυορvία
εὐθύορον
εὐθυπλοέω
εὐθύπλοια
εὐθυπλοκία
εὐθύπλοος
εὐθύπνοος
εὐθυπομπός
εὐθυπορέω
εὐθυπορία
εὐθυπορικός
View word page
εὐθυορvία
εὐθῠ-ορvία,
A). v. εὐθυωρία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐθυορvία
Headword (normalized):
εὐθυορvία
Headword (normalized/stripped):
ευθυορvια
IDX:
44078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44079
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐθῠ-ορvία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εὐθυωρία</span> .</div> </div><br><br>'}