Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐθυδρομέω
εὐθυδρόμος
εὐθυέντερος
εὐθυέπεια
εὐθυεπής
εὐθυεργής
εὐθύζωμον
εὐθυθάνατος
εὔθυθριξ
εὐθυκαίνα
εὐθυκταίνα
εὐθύκαυλος
εὐθυκρέων
εὐθυκτέανον
εὐθύληπτος
εὐθυλογία
εὐθυλόγος
εὐθυμαχέω
εὐθυμάχης
εὐθυμαχία
εὐθύμαχος
View word page
εὐθυκταίνα
εὐθυκταίνα
,
Hsch.
; cf.
καίνω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐθυκταίνα
Headword (normalized):
εὐθυκταίνα
Headword (normalized/stripped):
ευθυκταινα
IDX:
44045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44046
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐθυκταίνα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">καίνω</span>.</div><br><br>'}