Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλληγορικός
ἀλλήγορος
ἄλληκτος
ἄλληκτος
ἀλληλανάδοχος
ἀλληλαvεμία
ἀλληλάξαι
ἀλληλεγγύη
ἀλληλέγγυοι
ἀλληλίζω
ἀλληλοβόρος
ἀλληλογραφία
ἀλληλοδωδόται
ἀλληλοκληρονομία
ἀλληλοκτονέω
ἀλληλοκτονία
ἀλληλοκτόνος
ἀλληλομανδάτορες
ἀλληλομαχία
ἀλληλομισέω
ἀλληλοπάθεια
View word page
ἀλληλοβόρος
ἀλληλο-βόρος, ον, in pl.,
A). devouring one another, Hsch. s.v. ἀλληλοδωδόται .


ShortDef

devouring one another

Debugging

Headword:
ἀλληλοβόρος
Headword (normalized):
ἀλληλοβόρος
Headword (normalized/stripped):
αλληλοβορος
IDX:
4403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4404
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλληλο-βόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, in pl., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">devouring one another</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀλληλοδωδόται</span> .</div> </div><br><br>'}