εὐθῠ-δῐκία,
ἡ,
A). direct trial, on the merits of the case, without exceptions or technical pleas,
εὐθυδικίας ἀποδέχεσθαι Is. 7.3 ;
εἰσιέναι D. 34.4 ; also
εὐθυδικίᾳ εἰσιέναι, εἰσελθεῖν,
Id. 45.6 ,
Is. 6.43 ;
τὸν ἐξ εὐθυδικίας λόγον συνίστασθαι Mitteis
Chr. 31 vi 13 (ii B.C.).