Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐθυβολία
εὐθύβολος
εὐθυγένειος
εὐθυγενής
εὐθύγλωσσος
εὐθυγνωμίας
εὐθύγνωμος
εὐθυγραμματίζω
εὐθυγραμμικός
εὐθύγραμμος
εὐθυδήμονα
εὐθυδίκαι
εὐθυδικία
εὐθύδικος
εὐθυδρομέω
εὐθυδρόμος
εὐθυέντερος
εὐθυέπεια
εὐθυεπής
εὐθυεργής
εὐθύζωμον
View word page
εὐθυδήμονα
εὐθυδήμονα (leg. εὐθύδημον)· ἁπλοῦν πολίτην, E. Fr. 227 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐθυδήμονα
Headword (normalized):
εὐθυδήμονα
Headword (normalized/stripped):
ευθυδημονα
IDX:
44031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐθυδήμονα</span> (leg. <span class="foreign greek">εὐθύδημον</span>)<span class="foreign greek">· ἁπλοῦν πολίτην</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 227 </span>.</div><br><br>'}