Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀλληγορία
ἀλληγορικός
ἀλλήγορος
ἄλληκτος
ἄλληκτος
ἀλληλανάδοχος
ἀλληλαvεμία
ἀλληλάξαι
ἀλληλεγγύη
ἀλληλέγγυοι
ἀλληλίζω
ἀλληλοβόρος
ἀλληλογραφία
ἀλληλοδωδόται
ἀλληλοκληρονομία
ἀλληλοκτονέω
ἀλληλοκτονία
ἀλληλοκτόνος
ἀλληλομανδάτορες
ἀλληλομαχία
ἀλληλομισέω
View word page
ἀλληλίζω
ἀλληλίζω
,
A).
lie together
, sens. obsc.,
AB
383
:—also
ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν
, and
ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι
,
Hsch.
ShortDef
lie together
Debugging
Headword:
ἀλληλίζω
Headword (normalized):
ἀλληλίζω
Headword (normalized/stripped):
αλληλιζω
IDX:
4402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4403
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλληλίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lie together</span>, sens. obsc., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 383 </span> :—also <span class="foreign greek">ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν</span>, and <span class="foreign greek">ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}