Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐθνήσιμος
εὔθοινος
εὐθορύβητος
εὔθραυστος
εὔθρεπτος
εὔθριγκος
εὖθριξ
εὔθρονος
εὔθροος
εὐθρυβής
εὐθρύλλητος
εὔθρυπτος
εὐθύ
Εὐθυαῖος
εὐθυβολέω
εὐθυβολία
εὐθύβολος
εὐθυγένειος
εὐθυγενής
εὐθύγλωσσος
εὐθυγνωμίας
View word page
εὐθρύλλητος
εὐθρύλλητος, ον, = πολυθρυλ(λ) (in bad sense), Vett. Val. 187.4 , 199.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐθρύλλητος
Headword (normalized):
εὐθρύλλητος
Headword (normalized/stripped):
ευθρυλλητος
IDX:
44016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44017
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐθρύλλητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = <span class="foreign greek">πολυθρυλ(λ)</span> (in bad sense), Vett. Val.<span class="bibl"> 187.4 </span>, <span class="bibl"> 199.2 </span>.</div><br><br>'}