Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔθηλος
εὐθήμελκτος
εὐθημονέομαι
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήνησις
εὐθηνία
εὐθηνιάρχης
εὐθηνιαρχία
εὐθηνιαρχικός
εὐθηνός
εὐθήξ
εὐθήρατος
εὐθηρία
εὔθηρος
εὐθής
εὐθήσαυρος
εὐθικός
εὐθικτέω
εὔθικτος
View word page
εὐθηνιαρχικός
εὐθηνιαρχ-ικός, , όν
A). , στέφανος POxy. 1252v . 17 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐθηνιαρχικός
Headword (normalized):
εὐθηνιαρχικός
Headword (normalized/stripped):
ευθηνιαρχικος
IDX:
43992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43993
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐθηνιαρχ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">, στέφανος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1252v </span> .<span class="bibl"> 17 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}