Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐθηλία
εὔθηλος
εὐθήμελκτος
εὐθημονέομαι
εὐθημοσύνη
εὐθήμων
εὐθηνέω
εὐθήνησις
εὐθηνία
εὐθηνιάρχης
εὐθηνιαρχία
εὐθηνιαρχικός
εὐθηνός
εὐθήξ
εὐθήρατος
εὐθηρία
εὔθηρος
εὐθής
εὐθήσαυρος
εὐθικός
εὐθικτέω
View word page
εὐθηνιαρχία
εὐθηνιαρχ-ία
,
ἡ
,
CPHerm.
7i6
(iii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐθηνιαρχία
Headword (normalized):
εὐθηνιαρχία
Headword (normalized/stripped):
ευθηνιαρχια
IDX:
43991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43992
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐθηνιαρχ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CPHerm.</span> 7i6 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}