εὐθηνία
εὐθηνία, ἡ,
A). prosperity, plenty, Ge. 41.29 , al., , al.; 2.1 ὅπως οἱ ἄλλοι ἐν εὐθηνίᾳ ὦσι OGI 90.13 (Rosetta, ii B.C.); ὑπηρετεῖν τῇ τε εὐθηνίᾳ καὶ τῇ εὐδαιμονίᾳ ib. 669.4 (Egypt, i A.D.); τῶν τὰς καλὰς ἀγόντων ἡμέρας εὐθηνία, description of Isis, POxy. 1380.135 (ii A.D.); πάντα τὰ πρὸς εὐθηνίαν τῆς χώρας Peripl.M.Rubr. 48 ; σώματος good condition, Rhod. p.573 M.
2). personified as a goddess, Abundance, Plenty, (Thyreatis), 4.676 J. of P. 11.144 (Anazarba), prob. in CIL 10.1624 (Puteoli).
II). like Lat. annona, corn-supply, εἰς εὐθηνίαν σιτωνίας SIG 783.16 (Mantinea, i B.C.); ἡ ἀπὸ σιτίων φερομένη εὐθηνία ; 2.307d εὐθηνίας ἐπιμελητής IG 4.795 (ii A.D.); γεναμένῳ ἀγορανόμῳ καὶ ἐπὶ τῆς εὐθηνίας Mitteis Chr. 227.9 (ii A.D.), cf. PFlor. 382.76 (iii A.D.), OGI 705 (Alexandria, ii A.D., εὐθυνίας lapis); κοσμητεύσας εὐθηνίας (v. εὐθένεια).