Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔθερμος
εὔθερος
εὐθεσία
εὐθέσμως
εὐθετέω
εὐθέτησις
εὐθετίζω
εὐθετισμός
εὔθετος
εὐθεώρητος
εὐθέως
εὐθηγής
εὔθηκτος
εὐθηλέομαι
εὐθηλήμων
εὐθηλής
εὐθηλία
εὔθηλος
εὐθήμελκτος
εὐθημονέομαι
εὐθημοσύνη
View word page
εὐθέως
εὐθέως, Adv. of εὐθύς (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐθέως
Headword (normalized):
εὐθέως
Headword (normalized/stripped):
ευθεως
IDX:
43975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43976
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐθέως</span>, Adv. of <span class="foreign greek">εὐθύς</span> (q. v.).</div><br><br>'}