Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄλλεγον
ἀλλεπαλληλία
ἄλλη
ἀλλ’1
ἀλλ’2
ἀλληγορέω
ἀλληγορία
ἀλληγορικός
ἀλλήγορος
ἄλληκτος
ἄλληκτος
ἀλληλανάδοχος
ἀλληλαvεμία
ἀλληλάξαι
ἀλληλεγγύη
ἀλληλέγγυοι
ἀλληλίζω
ἀλληλοβόρος
ἀλληλογραφία
ἀλληλοδωδόται
ἀλληλοκληρονομία
View word page
ἄλληκτος
ἄλληκτος
(B),
ον
,
A).
=
ἄληκτος
(B),
AB
202
:—Adv.
ἀλληγορ-τί
,
Hsch.
ShortDef
unceasing, ceaseless
undivided
Debugging
Headword:
ἄλληκτος
Headword (normalized):
ἄλληκτος
Headword (normalized/stripped):
αλληκτος
IDX:
4396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4397
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄλληκτος</span> (B), <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἄληκτος</span> (B), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 202 </span> :—Adv. <span class="orth greek">ἀλληγορ-τί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}