Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐθαρσής
εὐθέατος
εὐθεῖ
εὐθεῖν
εὐθέμιτος
εὐθένεια
εὐθενέω
εὐθενής
εὐθενία
εὐθενιακός
εὐθενιαρχέω
εὐθεραπευσία
εὐθεράπευτος
εὐθέριστος
εὐθέρμαντος
εὔθερμος
εὔθερος
εὐθεσία
εὐθέσμως
εὐθετέω
εὐθέτησις
View word page
εὐθενιαρχέω
εὐθενιαρχέω,
A). = εὐθηνιαρχέω , PS 16.705 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐθενιαρχέω
Headword (normalized):
εὐθενιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
ευθενιαρχεω
IDX:
43960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-43961
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐθενιαρχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εὐθηνιαρχέω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PS</span> 16.705 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}